ζώση

ζώση
[-ις (-εως)] η
1) опоясывание, подпоясывание; 2) окружение, оцепление

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ζώση" в других словарях:

  • ζώση — η (AM ζῶσις) [ζώννυμι] η ενέργεια τού ζώνω, το ζώσιμο, η περίζωση νεοελλ. η τοποθέτηση και το σφίξιμο τής ζώνης γύρω από τη μέση νεοελλ. μσν. η μέση, η οσφύς μσν. αρχ. η ζώνη …   Dictionary of Greek

  • ζώσῃ — ζάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ζώννυμι gird aor subj mid 2nd sg ζώννυμι gird aor subj act 3rd sg ζώννυμι gird fut ind mid 2nd sg ζώσηι , ζῶσις girding on fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώσηι — ζώσῃ , ζάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ζώσῃ , ζώννυμι gird aor subj mid 2nd sg ζώσῃ , ζώννυμι gird aor subj act 3rd sg ζώσῃ , ζώννυμι gird fut ind mid 2nd sg ζῶσις girding on fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταζωστικός — καταζωστικός, ή, όν (Α) [καταζώννυμι] 1. αυτός που ανήκει στη ζώση ή είναι κατάλληλος για ζώση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταζωστικόν έργο που αναφέρεται στον τρόπο τής ζώσης τών ιερών εσθήτων …   Dictionary of Greek

  • ζωσιά — η η ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώση + κατάλ. ιά (πρβλ. άρνηση > αρνησιά, θόλωση > θολωσιά)] …   Dictionary of Greek

  • ζώσιμο — το [ζώνω] 1. η περιβολή τής μέσης με ζώνη, η ζώση 2. (μτφ. για εχθρικές δυνάμεις σε καιρό πολέμου) η περικύκλωση («το ζώσιμο τών εχθρών») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»